μακραίωνες

μακραίωνες
μακραίων
lasting long
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MULSUM — Graece ὀινόμελι, potus est ex vino et melle; cuius conficiendi rationem accurate docent Dioscor. l. 5. c. 8. Palladius l. 11. c. 17. et Auctores Geoponican l. 8. c. 25. Plin. quoque obiter l. 22. c. 24. Nec Talmudicos id praeteriit; in Tract. de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού …   Dictionary of Greek

  • Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”